- χαλκούς
- -ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, -ία, -ον, Α(λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», Σοφ.)μσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοῦςοβελίσκος τού βυζαντινού ιπποδρομίουαρχ.1. χάλκινη απεικόνιση, χάλκινο άγαλμα (α. «χάλκεον Δία», Ηρόδ.β. «ταύρῳ χαλκέῳ», Πίνδ.)2. μτφ. ισχυρός, δυνατός3. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο νόμισμα, ισοδύναμο με το ένα όγδοο τού αργυρού οβολού4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ χαλκοίτα χρήματα5. (το ασυναίρ. ουδ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χάλκεονισχυρά, δυνατά6. φρ. α) «χάλκεος ὕπνος» — ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος (Ομ. Ιλ.)β) «χάλκεος ἀγών» — αγώνας κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα (Πίνδ.)γ) «χαλκῆ μυῖα» — είδος παιχνιδιού, η τυφλόμυγα (Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -οῦς / -εος / -ειος (πρβλ. σιδηρ-οῦς / σιδήρ-εος / σιδήρ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.